- ὀρνύφιον
- ὀρνύφιον, τό, Dim. of ὄρνις, Thphr.Fr.169, Dsc.2.54, 4.79, Ael.NA 4.41, 7.47, Orib.Fr.118 ;A
ὀρνύφιν PMag.Leid.V.11.33
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀρνύφιν PMag.Leid.V.11.33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀρνύφιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρνύφια — ὀρνύφιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… … Dictionary of Greek